- ἐκνίτρωσις
- ἐκνίτρωσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκνίτρωση — η (AM ἐκνίτρωσις) καθαρισμός με νίτρο, απονίτρωση … Dictionary of Greek